- λῃστοκτόνος
- λῃστο-κτόνος, ον,A slaying robbers, AP11.280 (Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ληστοκτόνος — ληστοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει ληστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος, παιδο κτόνος] … Dictionary of Greek
λῃστοκτόνου — λῃστοκτόνος slaying robbers masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek